Μπερνάρ vs Χάμες: Η μάχη δύο κόσμων | Παναθηναϊκός – Ολυμπιακός
Δύο παίκτες που «γλύκαναν» ποδοσφαιρικά τις ομάδες τους, έδωσαν ροή στην επίθεσή τους και φυσικά ενθουσίασαν και το κοινό είναι από τη μία ο Μπερνάρ κι από την άλλη ο Χάμες: ο μεγάλος κοινός παρονομαστής τους είναι το Μουντιάλ του 2014, εκεί που έπιασαν το ταβάνι τους κι από εκεί ο καθένας πήρε το δρόμο του.
Ο Βραζιλιάνος του Παναθηναϊκού δημιούργησε κρότο με την παρουσία του αλλά οι απορίες ήταν πολλές: θα παίξει στην κλασική του θέση, αριστερά με ανάποδο πόδι; Θα παίξει 10 ως αντί-Γκατσίνοβιτς; Τελικά, λίγο ο Γιοβάνοβιτς και λίγο κι οι συνθήκες (τραυματισμός Αϊτόρ) έδωσαν την απάντηση.
Ο Παναθηναϊκός δεν άλλαξε σύστημα μεν (έμεινε στο αγαπημένο του 4-3-3), έκανε και τον Μπερνάρ χαμαιλέοντα! Από τη μία πιέζει ως δεύτερος επιθετικός όταν η ομάδα είναι ψηλά, ενώ σε φάση οργανωμένης επίθεσης ξεκινά ως αριστερός εσωτερικός μέσος αλλά κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού κι ιδίως όταν η μπάλα είναι στο τρίτο του αντιπάλου, παίζει καθαρά ως δεκάρι με ελεύθερο ρόλο.
Το σημαντικό δεν είναι πού παίζει αλλά τι προσφέρει: κάθετο ποδόσφαιρο, δημιουργία, ντρίμπλα σε εξαιρετικό επίπεδο, το μυαλό συνεχώς στην κάθετη πάσα που σπάει τις γραμμές πίεσης του αντιπάλου, off the ball κινήσεις που δημιουργούν αναταραχές (π.χ. η κίνηση πίσω απ’ την πλάτη του Παλάσιος που δημιουργεί ανισορροπία στην άμυνα στο γκολ με τον Βόλο). Οι συγκρίσεις με τον Γκατσίνοβιτς θεωρώ πως είναι ατυχείς: θεωρητικά παίζουν σε παρόμοια θέση, ουσιαστικά ο Μπερνάρ είναι πολύ πιο ντελικάτος, τεχνικός παίκτης με σπάνιες επιθετικές αρετές ενώ ο «Γκάτσι» είναι παίκτης για περισσότερες δουλειές και με μεγαλύτερες αντοχές (σίγουρα όχι με τις επιλογές και την τεχνική του Βραζιλιάνου, όμως).
Από την άλλη μεριά, ο Χάμες ήρθε ως αίνιγμα όσον αφορά το επίπεδο ετοιμότητας αλλά και σοβαρότητας με το οποίο θα αντιμετώπιζε τη νέα πρόκληση της καριέρας του. Δείχνει σοβαρό πρόσωπο ως δεκάρι με δημιουργία και τελειώματα, πράγματα τα οποία άλλωστε τον έκαναν να φάει «ψωμάκι» από το ποδόσφαιρο. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως μπορούσε να γίνει φόβητρο για τις περισσότερες αντίπαλες ομάδες στη Super League, ιδίως για όσες κλείνονται στο δικό τους τρίτο.
Το θέμα με τον Χάμες δεν είναι ο ίδιος ο παίκτης αλλά το supporting cast γύρω του, οι παίκτες δηλαδή που τον πλαισιώνουν κάθε φορά. Ο Ολυμπιακός μοιάζει μπερδεμένος, χρησιμοποιεί διαφορετικές ενδεκάδες συνεχώς, ιδίως μεσοεπιθετικά, κάτι που φυσικά κοστίζει σε ομοιογένεια και αυτοματισμούς.
Πολλοί παίκτες του Ολυμπιακού μπορούν να υπηρετήσουν το σετ παιχνίδι του Μίτσελ με τα μπακ ψηλά και τις κάθετες κινήσεις των εξτρέμ στην πλάτη της άμυνας, ομως όταν ανά 3 ημέρες αλλάζει ο σέντερ φορ, οι εξτρέμ αλλά κι οι κεντρικοί μέσοι, υπάρχει δυσκολία να βρεθεί ομοιομορφία: εκεί δηλαδή που είναι και η μεγαλύτερη δύναμη του κυριακάτικου αντιπάλου του.
☘️ Πού «κερδίζει» ο Παναθηναϊκός τον Ολυμπιακό;
Η απάντηση είναι απλή και βρίσκεται στην άκρη του πάγκου. Ο Γιοβάνοβιτς έχει κάνει τόσο καλή δουλειά που οποιοσδήποτε κι αν μπει αντί κάποιου άλλου, ξέρει ακριβώς τι να κάνει: φάνηκε και με τον Βέρμπιτς, και με τον Μπερνάρ, και με τον Ιωαννίδη αλλά ακόμα και με τον Φακούντο Σάντσεζ κι ακόμα περισσότερο με τον νεοφερμένο Τσόκαϊ.
Ο Σέρβος ξέρει τις δυνάμεις κάθε παίκτη του και προσαρμόζει το 4-3-3 πάνω σε αυτές. Δεν ζητάει τίποτα επιθετικά από τον Σάντσεζ, πήρε τον Τσέριν για συγκεκριμένους λόγους που τους υπηρετεί άριστα, πιστεύει στον Φώτη Ιωαννίδη γιατί του προσφέρει ατελείωτη ενέργεια και δύναμη (κι ας μην έχει ακόμα τα τελειώματα).
Έχει φτιάξει ένα σύνολο που είναι γεμάτο αυτοματισμούς, ψάχνει τον Παλάσιος στο χώρο και τον Βέρμπιτς στα πόδια, έχει για εγκέφαλο τον Ρούμπεν και χαρίζει πολυδιάστατους ρόλους σε όλους του τους παίκτες και την ελευθερία να παίξουν όμορφο ποδόσφαιρο μέσα στα πλαίσια που αυτός τους έχει διδάξει και χωρίς να πανικοβάλλεται ποτέ. Η μπάλα μένει κάτω, η προσπάθεια γίνεται να βρεθεί υπεραριθμία στα πλάγια ή να πάρει κατά μέτωπο στην εστία την μπάλα ο Μπερνάρ με τον Σπόραρ κεντρικά: όλα έχουν μια ροή.
🔴 Πού «κερδίζει» ο Ολυμπιακός τον μεγάλο του αντίπαλο;
Από την άλλη, ο Ολυμπιακός δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή να βασίζεται στην τακτική δουλειά που έγινε το καλοκαίρι από τον Κορμπεράν και βρήκε στη συνέχεια ο Μίτσελ. Ο Ολυμπιακός, οπότε, δεν βασίζεται σε τακτικές αρχές και αυτοματισμούς που θα έπρεπε να έχει εδώ και 4 μήνες αλλά στην ατομική ποιότητα των παικτών του.
Αυτό είναι κάτι που έχει την πολυτέλεια να το κάνει στην Ελλάδα με θεωρητικά κατώτερους αντιπάλους καθώς κανείς δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τη μεσοεπιθετική ατομική ποιότητά του. Στην Ευρώπη, η «γύμνια» του να παράξει λειτουργικές ενδεκάδες όπου υπο-ομαδικά κάποιοι παίκτες θα πρέπει πλέον, στο κομμάτι της σεζόν που είμαστε, να βρίσκονται με «κλειστά μάτια», είναι και ο λόγος που δεν ήταν καθόλου ανταγωνιστικός. Κάθε ομάδα που σέβεται τον εαυτό της, έχει συγκεκριμένες μονάδες τις οποίες εμπιστεύεται για να βγάλουν τα δύσκολα ματς και βασίζεται σε αυτές για να χτίσει έναν ανταγωνιστικό κορμό.
Ο Ολυμπιακός δεν το έχει πετύχει αυτό. Οπότε, πώς μπορεί να είναι ανταγωνιστικός απέναντι σε μια ομάδα με όλη τη σημασία της λέξης; Δύο είναι οι λέξεις κλειδιά. Η πρώτη είναι η λέξη «εμπειρία» και έχει να κάνει με τις αμέτρητες στιγμές που ο οργανισμός του Ολυμπιακού έχει μπει στη διαδικασία του πρωταθλητισμού.
Η δεύτερη και πιο σημαντική, όμως, είναι η λέξη «ποιότητα» που ο Ολυμπιακός φαίνεται να έχει, καθαρά ατομικά και «στα χαρτιά», μεγαλύτερη από τον αντίπαλό του. Ο Χάμες, ο Μπακαμπού, ο Εμβιλά, ο Χουανγκ και για μένα ακόμα περισσότερο ο Μπιελ, είναι παίκτες τεράστιας ποιότητας. Το θέμα είναι, θα μπορέσουν ομαδικά και όχι ο καθένας μόνος του να ανταγωνιστούν μια πολύ καλά δουλεμένη ομάδα;
Ξεκινήσαμε με το δίλημμα να είναι Μπερνάρ ή Χάμες και θα κλείσουμε με αυτό: πολλά περισσότερα ανταγωνιστικά ματς υψηλού επιπέδου έχει παίξει κι έχει κερδίσει ο Κολομβιανός. Φτάνει, όμως, αυτό για να ανταγωνιστεί την εξαιρετικά καλοδουλεμένη και «κουρδισμένη» μηχανή της οποίας κεντρικό γρανάζι είναι ο Βραζιλιάνος;